- ψαθάλλω
- Αξύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, πιθ., για τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Πιθανολογείται η σύνδεση τού τ. με τα ψαίω και ψήω* / ψῆν (πρβλ. και ψάλλω). Το ρ. συνδέεται με το επίθ. ψαθυρός (πρβλ. φλεγ-υρός), καθώς και με το σιγμόληκτο ουδ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ψάθεαψωμία». Μεταξύ, τέλος, τών ψα-θ-άλ-λω, ψα-θ-υρ-ός και ψά-θ-ε-α, εκτός από το δασύ εκφραστικό σύμφωνο -θ-, παρατηρείται και εναλλαγή στα επιθήματα -αλ-, -υρ-, -εσ-].
Dictionary of Greek. 2013.